- οπλομαχία
- η фехтование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὁπλομαχία — ὁπλομαχίᾱ , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem nom/voc/acc dual ὁπλομαχίᾱ , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχίᾳ — ὁπλομαχίαι , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem nom/voc pl ὁπλομαχίᾱͅ , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… … Dictionary of Greek
οπλομαχία — η άσκηση για την καλή χρήση των όπλων για μάχη από κοντά, για συμπλοκή με τον αντίπαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλομαχίας — ὁπλομαχίᾱς , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem acc pl ὁπλομαχίᾱς , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχίαι — ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem nom/voc pl ὁπλομαχίᾱͅ , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχίαν — ὁπλομαχίᾱν , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχίαις — ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλομαχικός — ὁπλομαχικός, ή όν (Α) [οπλομαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οπλομαχία («ὁπλομαχικοὶ ἀγῶνες», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek
οπλομαχώ — (Α ὁπλομαχῶ, έω) [οπλομάχος] νεοελλ. 1. διεξάγω οπλομαχία 2. ασκούμαι στη χρήση τών αγχέμαχων όπλων αρχ. 1. μάχομαι με βαρέα όπλα ως οπλίτης 2. διδάσκω την οπλομαχία, κυρίως τη χρήση βαρέων όπλων … Dictionary of Greek
Hoplomachie — Die Hoplomachie (altgriechisch ὁπλομαχία hoplomachia „Kampf mit schweren Waffen“, übertragen auch „Taktik“, „Kriegskunst“) war ein Fechtsport mit Lanze und Schwert im hellenistischen Griechenland. Sie wurde vor allem von Jugendlichen an Gymnasien … Deutsch Wikipedia